- σαλιέρα
- η, Νη αλατιέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. saliera < sale «αλάτι» (< λατ. sal, salis «αλάτι»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαλιέρα — η (λ. ιταλ.), αλατιέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)